- προχάραγμα
- προχάραγμαoutlineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχάραγμα — άγματος, τὸ, ΜΑ [προχαράσσω] 1. το προσχέδιο 2. η προεικόνιση («προχαράγματα τών ἀοράτων τὰ ὁρώμενα», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
προχαραγμάτων — προχάραγμα outline neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματα — προχάραγμα outline neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματι — προχάραγμα outline neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαράγματος — προχάραγμα outline neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)